- αίθουσα εστιάσεως
- η καθ.Speisesaal n
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.
πρανδιάρα — ἡ, Μ αίθουσα εστιάσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. prandium «πρωινό γεύμα»] … Dictionary of Greek
τραπεζάριον — τὸ, Μ αίθουσα εστιάσεως, τραπεζαρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. βιβλι άριον)] … Dictionary of Greek